- χρησμαγόρης
- ὁ, Α(ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) χρησμοδότης.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + -αγόρης (< ἀγορά), πρβλ. ὑψ-αγόρης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρησμαγόρην — χρησμαγόρης utterer of oracles masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)